αθήλαστος

αθήλαστος
η , ο [ος , ον ] не вскормленный грудью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αθήλαστος" в других словарях:

  • αθήλαστος — η, ο (Μ ἀθήλαστος, ον) [θηλάζω] 1. αυτός που δεν θήλασε, που ανατράφηκε χωρίς θηλασμό 2. ο χωρίς θηλή, χωρίς ρώγα 3. αυτή που δεν θηλάστηκε, αβύζαχτη «πέθανε στη γέννα αθήλαστη» …   Dictionary of Greek

  • αθήλαστος — η, ο αβύζαχτος: Κλαίει το παιδί γιατί είναι αθήλαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθήλαστον — ἀθήλαστος not having suckled masc/fem acc sg ἀθήλαστος not having suckled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθηλος — ἄθηλος, ον, (Α) [θηλή] 1. αθήλαστος, αβύζαχτος «οὐδ’ ἐλεῖς τὸ παιδίον ἄθηλον» 2. αυτός που μόλις αποκόπηκε από τον θηλασμό 3. ως ουσ. ο ευνούχος (Σούδα) …   Dictionary of Greek

  • αβύζαχτος — η, ο [βυζαίνω] αυτός που δεν τόν θήλασαν, αθήλαστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»